παντατίφ το

παντατίφ το
(λ. γαλλ.), το κόσμημα που φοριέται στο λαιμό: Αγόρασα στη νύφη μου δώρο ένα παντατίφ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παντατίφ — το κόσμημα που κρεμιέται από τον λαιμό, συν. με λεπτή αλυσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pendentif < λατ. pendens, μτχ. τού pendeo «κρέμομαι»] …   Dictionary of Greek

  • λίμα — (Lima). Πόλη (6.863.363 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα του Περού καθώς και του ομώνυμου νομού (34.797 τ. χλμ. 7.617.193 κάτ.). Βρίσκεται στο προσχωσιγενές δέλτα του ποταμού Pίμακ, 10 χλμ. Δ της Kαλιάο. Διατηρεί το πολεοδομικό της σχέδιο σε σχήμα… …   Dictionary of Greek

  • Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”